- μόρῳ
- μόρονblack mulberryneut dat sgμόροςfatemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μορώ — μορῶ, έω (Α) [μόρος] 1. κάνω κάτι με δυσκολία, με κόπο 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μορῆσαι μερίσαι» β) «ἐλθεῑν» γ) «μεμορημένον ησκημένον, πεπονημένον» («πυρός μεμορημένος» ψημένος στη φωτιά, Νικ. Αλεξ.) … Dictionary of Greek
μορῶ — μορέω make with pain and toil pres subj act 1st sg (attic epic doric) μορέω make with pain and toil pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρωι — μόρῳ , μόρον black mulberry neut dat sg μόρῳ , μόρος fate masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAMMORON — apud Plin. l. 27. c. 4. ubi vulgo cammaron legitur, vox est origine Graeca, quâ illa aconiti species indigitatur, quam ςθηλυφόνον appellavit Theophrastus, quod boves et iumenta et oves et omnes omnino quadrupedes enecer, ipsô die, si genitalibus… … Hofmann J. Lexicon universale
LABOSSARDACHUS — Babylonis Rex adhuc infans coronatus, cum futurae pravitatis indicia ederet, consensu Procerum Occisus est, surrogato Evilmerodacho. Quidam illum, utpote brevis imperii. silentio ptaetereunt. Alii cum Balthasare confundunt. Beros. apud Ioseph. l … Hofmann J. Lexicon universale
δορικανής — δορικανής, ές (Α) φρ. «δορικανεῑ μόρῳ» χτυπημένος από δόρυ (Αισχ.) … Dictionary of Greek
δυσκλεής — και δυσκλής, ές (Α) 1. άδοξος 2. αυτός που έχει κακή φήμη, άτιμος («τεθνᾱσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ», Αισχ.) … Dictionary of Greek
ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… … Dictionary of Greek
καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α … Dictionary of Greek
πάμφθαρτος — πάμφθαρτος, ον (Α) αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό φθαρτος] … Dictionary of Greek